ἀρχιμανδριτῶν

ἀρχιμανδριτῶν
ἀρχιμανδρίτης
chief of a
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επανωκαλύμ(μ)αυκο(ν) — και επανωκαμήλ(λ)αυκο(ν), το (Μ ἐπανωκαμελλαύκιον και ἐπανωκαμελλαύχιν και ἐπανωκαμήλ(λ)αυκον) μαύρο κάλυμμα που τό έριχναν πάνω στο καλυμμαύχι τών μοναχών και κυρίως τών επισκόπων και τών αρχιμανδριτών και σκέπαζε το κεφάλι και τον αυχένα …   Dictionary of Greek

  • θεοσεβής — ές (AM θεοσεβής, ές) 1. αυτός που σέβεται τον θεό ή τους θεούς 2. το ουδ. ως ουσ. το θεοσεβές η ευσέβεια νεοελλ. (υπερθ.) θεοσεβέστατος τίτλος προσφώνησης αρχιμανδριτών. επίρρ... θεοσεβώς (Α θεοσεβῶς) κατά τρόπο θεοσεβή, ευσεβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • θεοφιλής — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Θεόφιλος ή Θεοφιλάκης. Γεννήθηκε στη Λογγάστρα της Σπάρτης και πολέμησε με τους Γιατρακαίους και τους Μαυρομιχαλαίους. Τραυματίστηκε στο Βαλτέτσι, πολεμώντας με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Το 1826… …   Dictionary of Greek

  • Ιεροσολύμων, Πατριαρχείο — Πατριαρχείο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, με έδρα τα Ιεροσόλυμα (Ιερουσαλήμ). Ως μητέρατων Εκκλησιών, η Ιερουσαλήμ ήταν δεδομένο εξαρχής ότι θα έπαιζε σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη και στην οργάνωση της χριστιανικής Εκκλησίας στο σύνολό της.… …   Dictionary of Greek

  • πανωκαλύμμαυκο — το κάλυμμα από μαύρο ύφασμα, που τοποθετείται πάνω από το καλυμμαύκι μοναχών, αρχιμανδριτών ή επισκόπων, ως δείγμα τιμητικής διάκρισης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”